Tuesday, September 11, 2007

Πρωτάκι


Εντάξει, δεν ήμουν ακριβώς πρωτάκι. Ήταν η πρώτη μου ημέρα στη Δευτέρα Δημοτικού σε ένα σχολείο στην Καλαμαριά. Ήταν όμως η πρώτη φορά που θα πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, με ο,τι ελληνικά είχα μάθει να μιλάω κουτσά – στραβά μέσα στους δύο μήνες που ήμασταν στην Ελλάδα. Δεν έχω ξεχάσει εκείνη την ημέρα, ούτε εκείνη τη χρονιά. Ξεκινήσαμε να πάμε μαζί με ένα κοριτσάκι που είχα γνωρίσει στη γειτονιά, την Κατερίνα, και τη μαμά της, γιατί η δική μου δούλευε. Αισθανόμουν ότι η τσάντα μου ήταν παράταιρη, ότι εγώ δεν ταίριαζα εκεί, ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα με κοροϊδία επάνω μου. Προσευχή (τι είναι αυτό;), και μετά στην αίθουσα. Kαταλάβαινα ελάχιστα.

Η δασκάλα μου είναι πολύ τυχερή που δεν θυμάμαι την όψη και το όνομά της, γιατί αν την έβρισκα πουθενά σήμερα, θα τη βασάνιζα με κινέζικες μεθόδους. Επίτηδες η τσούλα μου έκανε ενώπιον όλων ερωτήσεις που δε μπορούσα να απαντήσω. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι δάσκαλοι μάλλον επιτρεπόταν να σηκώνουν χέρι στους μαθητές, γιατί η ρουφιάνα με είχε τρελάνει στο χαστούκι (πάντως όχι μόνο εμένα). Ο πατέρας μου (τώρα που το σκέφτομαι ήταν μόλις 31 χρονών τότε), είχε παραπονεθεί στη διεύθυνση του σχολείου, αλλά η διαφορά ήταν ότι το μένος της Κρουέλα ήταν ορμητικότερο εναντίον μου. Η μαμά μου δεν πήγαινε γιατί εκείνη μιλούσε λιγότερα ελληνικά από εμένα.

Για ορισμένους μήνες πήγαινα κάθε μέρα σπίτι κλαίγοντας, ώσπου έπεσε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχα ζητήσει να βγω από την τάξη για να πάω στην τουαλέτα και οι τουαλέτες ήταν έξω από το άθλιο κυρίως κτίριο του συγκροτήματος. Επιστρέφοντας, βρήκα την πόρτα του σχολείου κλειστή. Μέσα από τα τζάμια, έβλεπα την καθαρίστρια (που είχε την ευθύνη και του κυλικείου) και χτυπούσα το τζάμι να μου ανοίξει, αλλά εκείνη έκανε ότι δε με έβλεπε. Καθώς η αίθουσα της τάξης μου ήταν στο ισόγειο, προσπάθησα να ειδοποιήσω τη δασκάλα από το παράθυρο. Γύρισε το κεφάλι της, με κοίταξε και δε μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Δεν ξέρω πόση ώρα πλάνταζα στο κλάμα μόνη μου, στο προαύλιο, ώσπου η δασκάλα μιας άλλης τάξης με είδε και βγήκε από την αίθουσα. Της περιέγραψα ανάμεσα σε λυγμούς, με τα σπαστά ελληνικά μου, όλα αυτά που μου συνέβαιναν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μέσα σε ένα μήνα η δασκάλα – πόρνη άλλαξε σχολείο και η καθαρίστρια αντικαταστάθηκε. Η δασκάλα που αντικατέστησε τη Μάτζικα, η κ. Βούλα, ήταν νέα, όμορφη και καλή. Την επόμενη χρονιά άλλαξα σχολείο και συμμαθητές και όλα ήταν καλύτερα. Κι όλα ήταν όμορφα.

3 comments:

Кроткая said...

εμ, ερχόσουν κι από το ανατολικό μπλοκ, πώς ήθελες να σε μεταχειριστεί η καλαμαριώτισσα?

μωρέ ξύλο που θέλουν...

Μαριλένα said...

Noέμβρη μου, σου αντιγράφω το τέλος στο σημερινό μου ποστάρισμα:

ΥΓ
Ξεκίνησα να γράφω ένα σοβαρό ποστ σχετικά με την καινούρια χρονιά, αλλά δυστυχώς μου ήρθαν όλες οι δικές μου αναμνήσεις, οι οποίες εκτός ελαχίστων περιπτώσεων είναι απόλυτα αντιπαθητικές και απωθητικές, οπότε προτίμησα να σας μιλήσω για τα σχολικά μου ενήλικα πρωινά.


Αυτό τα λέει όλα.

november said...

@Krot, ακόμη και σήμερα το "τόπος γέννησης Δημοκρατία της Τσεχίας" μου προκαλεί προβλήματα...

@Μαριλένα: :-))) Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι μόνο εγώ τα βρήκα σκούρα!