Wednesday, June 27, 2007

Καύσωνας

Διψάει κανείς;

Tuesday, June 26, 2007

Fairytale gone bad



Πήγαιναν τέσσερις μήνες που είχαν χωρίσει. Η Κάτια πνιγόταν μέσα στη σχέση, δεν ήθελε πια και ήξερε τι της έφταιγε. Τον είχε βαρεθεί, δεν τον άντεχε άλλο. Δεν ήταν αυτά που έκανε, αλλά εκείνα που δεν έκανε. Και κάθε μέρα που ξυπνούσε και τον έβλεπε μπροστά της, χαλούσε η διάθεσή της, την έπιαναν τα νεύρα της. Της την έσπαγε ο ήχος που έκανε το κουταλάκι στο ποτήρι του καφέ το πρωί, της την έσπαγε ακόμα και που της έλεγε καλημέρα. Γιατί το έλεγε ξεψυχισμένα και δεν το εννοούσε. Ο Μιχάλης πνιγόταν μέσα στη μιζέρια του και έδειχνε να το ευχαριστιέται, τη μοιρολατρία, τη μετάθεση των ευθυνών στους άλλους. Εκείνη όμως δεν ήταν έτσι. Τα πρώτα χρόνια τον ακολούθησε πιστά, τον στήριξε. Ένιωθε σαν ηρωίδα του Κρόνιν, που στέκεται δίπλα στο λαμπρό μυαλό, τον επιστήμονα που θα καταξιωνόταν. Αλλά αργούσε εκείνη η μέρα και δε μπορούσε να περιμένει. Ήταν νέα και είχε να παλέψει για τη δική της ζωή, για τη δική της δουλειά, για τη δική της καταξίωση. Τα κατάφερε πολύ καλά και κάποια στιγμή τον προσπέρασε. Και τον ξεπέρασε.
Του Μιχάλη του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Κι άλλη φορά του είχε γκρινιάξει η Κάτια, κι άλλη φορά είχε παραπονεθεί, ξανά του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ακόμη δεν το χωρούσε το κεφάλι του ότι ήταν οριστικό. Είχε επαναπαυτεί στην Κάτια. Ο,τι έκανε, τα μισά και παραπάνω τα χρωστούσε σ’ εκείνη. Εκείνη έτρεχε για όλες τις εκκρεμότητές του με το μεταπτυχιακό, με το διδακτορικό, σ’ εκείνη χρωστούσε ό,τι είχε κάνει, ο,τι ήταν. Τις συμβουλές της ακολουθούσε. Ακόμη και πριν από τέσσερις μήνες, όταν του είχε πει ότι δεν τον αγαπάει πια, ότι δεν νιώθει τίποτα γι’ αυτόν, δεν την πίστεψε. Τώρα που έφτασαν στην ουρά θα το χαλούσαν; Τώρα που τελείωναν τα δύσκολα; Ήδη είχε αρχίσει να δουλεύει στο ερευνητικό κέντρο και ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά του. Παραίτηση τώρα;


«Είναι πια αργά», σκεφτόταν η Κάτια την ώρα που τον κοίταζε να μαζεύει και τα τελευταία πράγματά του. Αυτό σκεφτόταν και όταν της ζήτησε να κάνει ένα τσιγάρο και το κάπνισε μέσα στο σπίτι, ενώ ήξερε πόσο την εκνεύριζε. «Θα έπρεπε να είχαμε χωρίσει νωρίτερα», αναλογιζόταν όσο τον κοιτούσε και ευχόταν να φύγει.
Λίγη ώρα αργότερα χτύπησε το κινητό της. Μήνυμα: «Σ' αγαπώ. Δεν είμαι χωρίς εσένα. Ξέρω πως μ'αγαπάς κι εσύ. Θα ξαναβρεθούμε, το ξέρω. Θα περιμένω».

Περίμενε, σήκωσε τους ώμους της και πήρε τηλέφωνο την κολλητή της να πάνε για καφέ.


(Σε αυτή την ιστορία εγώ είμαι η κολλητή που πήρε τηλέφωνο να πάνε για καφέ)

Sunday, June 24, 2007

Οι φυλές της νύχτας (ΙΙ) – kangaroo





Κυκλοφορούν σε παρέα άνω των τριών ατόμων. Σκανε μύτη στο μαγαζί με Subaru Impreza, Honda Civic ή Peugeot 106 Rally. Τη στροφή για το πάρκινγκ την παίρνουν κατά κανόνα με χειρόφρενο. Στον κώδικα της αντροπαρέας αυτού του τύπου, το αυτοκίνητο είναι το ήμισυ του παντός, και όχι οποιοδήποτε αυτοκίνητο: το τετράτροχο πρέπει να διαθέτει εξάτμιση-μπουρί, ικανή να σηκώσει στο πόδι τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα, αεροτομή –με-τη-σωστή-ταχύτητα-μπορεί-και-να-απογειωθώ-, ζάντα ΟΖ 18 ιντσών, μπλε φωτάκια στους υαλοκαθαριστήρες και έναν ιππόδρομο στη μηχανή. Το στερεοφωνικό – όχι το μανίσιο, λέμε, το τελευταίο μοντέλο της pioneer με ενισχυμένο μπάσο- παίζει στη διαπασών το live του Βασίλη Τερλέγκα ή το νυχτερινό πρόγραμμα του “Σίνδος FM, 107,1”.
Είναι ηλιοκαμένοι και καλογυμνασμένοι, σίγουρα εντυπωσιακοί χωρίς ρούχα. Αν δεν είχαν στα μαλλιά ανταύγειες, δεν είχαν κούρεμα “χαίτη” στιλιζαρισμένη με το μισό φιαλίδιο strong hold gel, δεν φορούσαν πλατινένια χειροπέδα, δώρο του τελευταίου αισθήματος και δεν είχαν εκείνο το βλέμμα του γύπα, όποτε αντικρίζουν θηλυκό, αναμφισβήτητα θα ήταν η πιο εντυπωσιακή αντρική φυλή- περί ορέξεως βέβαια...
Δεν κλείνουν τραπέζι και προτιμούν το μπαρ – “ρε μαλάκα, μπάρμαν είναι ο Στικ, ο περιπτεράς με την πειραγμένη Aprilia, γωνία Αγαθουπόλεως με Λαγκαδά”. Κάθονται στη γωνία του μπαρ και βολιδοσκοπούν το χώρο. Κλειδώνουν ο,τι τους γέμισε το μάτι και αρχίζουν την πολιορκία, υπό τους ήχους ενός αγαπημένου τους λαϊκού τραγουδιού, το οποίο και αφιερώνουν εξαιρετικά. Προτιμούν τα παλιά λαϊκά (Στέλιο ζεις, εσύ μας οδηγείς) και Χριστοδουλόπουλο – Κωστόπουλο. Επίσης, αν και το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι δε λεει πολλά, ακούν ευχάριστα το Βέρτη και σε πιο λάιτ καταστάσεις, Τερζή.
Είναι αυθεντικοί. Την πέφτουν σε ο,τι θηλυκό κινείται στο χώρο και δεν συνοδεύεται (απαράβατος κανόνας, γκόμενα που συνοδεύεται, δεν υπάρχει). Πίνουν, αλλά “δε με πιάνει εμένα το ποτό, μωρό μου, πρέπει να κατεβάσω δυο μπουκάλια Johnie για να ζαλιστώ” και μετά οδηγούν, στήνουν και καμιά κόντρα άμα τύχει. Φεύγουν από το μαγαζί έχοντας κεράσει το σύμπαν σφηνάκια και καταφέρνουν ενίοτε να πάρουν ένα χαρτάκι με τηλέφωνο, για την επόμενη ημέρα.



(Έχω πετύχει παρέα καγκούρων σε bar – restaurant στη Σοφούλη. Η εμφάνιση και η συμπεριφορά τους είναι όπως αυτή που περιγράφω, χωρίς –λόγω περιβάλλοντος- το κομμάτι των λαϊκών τραγουδιών. Μια άλλη διαφορά ήταν ότι αυτή η παρέα έφυγε από το μαγαζί με μια porsche cabrio. Όπως άκουσα να λεει μετά η κοπέλα που σέρβιρε, ήταν κάτι πολύ γνωστοί ποδοσφαιριστές –ονόματα δε λέμε-, ο ένας εκ των οποίων φημίζεται για τις σχέσεις του με γνωστές τραγουδίστριες και τηλεπερσόνες...)

Friday, June 22, 2007

Insomnia



Walking in the street at night

And you can't have me

Can't have me

Ever...


Walking in my sleep
So you can't have me
Disapeared, gone
You have gone out of my dreams

Walking in my sleep
With my flesh in bed
Still you are there
Think you'll never let me be

Walking in my sleep
So you can't have me
Disappeared, gone
You have gone out of my dreams

Walking in my sleep
With my flesh in bed
Still you are there
Just get the fuck out of my dreams

Walking in my sleep at night
And you can't have me
Can't have me
Ever...

-Bang Gang, Sleep-


Τις τελευταίες εβδομάδες δεν κοιμάμαι πριν από τις τέσσερις. Δε μπορώ. Και ξυπνάω στις εννέα. Και όλη μέρα είμαι έξω από τα νερά μου, βρικόλακας στο φως. Καφές μετά τον καφέ. Και δουλεύω ως τα μεσάνυχτα. Και μετά αρχίζει η νύχτα. Και δεν τελειώνει.

Wednesday, June 20, 2007

Kelly


Έριξε μια τελευταία ματιά στον ολόσωμο καθρέφτη. Σήκωσε τους ώμους της, γύρισε στο πλάι το σώμα της και ίσιωσε την πλάτη της. Χαμογέλασε. Μετά από πολύ καιρό της άρεσε αυτό που έβλεπε. Ας είναι καλά εκείνος ο διαιτολόγος που της σύστησε η Τζούλια. Αν και, εδώ που τα λέμε, στην ίδια τη Τζούλια η δίαιτα δεν απέδωσε και τόσο, σκέφτηκε με μια δόση κακίας. Φόρεσε τη λευκή Hermes, τελευταίο απόκτημα στη μακριά συλλογή της με τσάντες, από την πρόσφατη επίσκεψή της στο Παρίσι και βγήκε από το σπίτι.
Το περίμενε καιρό αυτό το απόγευμα. Είχε να φανεί στις συγκεντρώσεις των κυριών του Πανοράματος, από το Μάρτιο, όταν, στη εκδήλωση του Ιδρύματος για Παιδιά με σύνδρομο Down, φορούσε τα ίδια διαμαντένια σκουλαρίκια σεταρισμένα με περιδέραιο από το Βιλδιρίδη, με την Ευγενία από τη Χαριλάου, που είχε μπει με το στανιό στο σύλλογο επειδή ο άντρας της έκανε μια καλή επένδυση σε ομόλογα και κατάφεραν να αγοράσουν μονοκατοικία στο Νόμο. Σε λίγο θα μας κουβαληθούν και από τις Συκιές, μουρμούρισε σκεφτόμενη φωναχτά καθώς διέσχιζε τον κήπο. Έκλεισε δυνατά την πόρτα της ολοκαίνουργιας Porsche Cayenne και πάτησε απαλά το γκάζι. Έχω αργήσει όσο πρέπει, χαμογέλασε στον καθρέφτη.
Όπως είχε υπολογίσει, η εκδήλωση δεν είχε αρχίσει ακόμη. Στο γκαζόν έξω από το ανακαινισμένο πέτρινο παλιό σχολείο, όπου στεγαζόταν ο πολιτιστικός σύλλογος, οι κυρίες είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Σχημάτιζαν πηγαδάκια και κόσμος πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα έργα τέχνης που θα δημοπρατούσε ο Σύλλογος για φιλανθρωπικό, εννοείται, σκοπό. Όταν την αντιλήφθηκαν οι φίλες της έσπευσαν να την προϋπαντήσουν: «Μαριάννα, που χάθηκες, αγάπη μου»;, «Μα, πως έχεις αλλάξει έτσι, κούκλα έχεις γίνει, αδυνάτισες»;, «Σε χάσαμε γλυκιά μου, είδα την κόρη σου και μου είπε ότι ήσουν στο Παρίσι», «πολύ ωραία τα μαλλιά σου, πραγματικά οι καστανές ανταύγειες τονίζουν ακόμη περισσότερο τα ξανθά μαλλιά σου, κουρεύτηκες κιόλας, ε;». Είχε κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων και ήξερε ότι θα αποτελεί το θέμα συζήτησης στις τηλεφωνικές γραμμές του Πανοράματος για τις επόμενες εβδομάδες. Ικανοποιήθηκε από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, εκεί όμως που στ’ αλήθεια έλαμψε από ευχαρίστηση, ήταν όταν είδε τα βλέμματα να προσγειώνονται στην τσάντα της.
Οι τσάντες ήταν το φετίχ της. Πάντα κυκλοφορούσε με την τελευταία λέξη της μόδας, από τους ακριβότερους οίκους. Μόνο εκείνη την κόκκινη Kelly δεν είχε κατορθώσει ακόμη να βάλει στη συλλογή της. Έπρεπε να περιμένεi, της είπαν, λίστα αναμονής. Κουραφέξαλα, όλες οι Αθηναίες γυναίκες βιομηχάνων είχαν από μια στη συλλογή τους. Αυτές στη λίστα περίμεναν; κατσούφιασε.
Ο Σάμης, ο άντρας της, δεν καταλάβαινε αυτή της την αγάπη. Παραξενιά, την αποκαλούσε, και μάλιστα πολυέξοδη. Λες και είχε ανάγκη από χρήματα. Οι επιχειρήσεις πετούσαν, οι εξαγωγές κάθε χρόνο αυξάνονταν. Το άσχημο ήταν ότι έπρεπε να λείπει συνεχώς στο εξωτερικό. Έφευγε για πολυήμερα ταξίδια, κυρίως στη Σκανδιναβία και στο Λονδίνο και επέστρεφε μέρες και μήνες αργότερα. Έπαιρνε μαζί του και την υπεύθυνο του τμήματος μάρκετινγκ, τη Μαίρη. Όμορφη κοπέλα η Μαίρη, και πολύ ικανή στη δουλειά της, αλλά, τι να το κάνεις; Από τον Εύοσμο, ο πατέρας της συνταξούχος μιας Δημοτικής Επιχείρησης και η μαμά της νοικοκυρά.
Όπως περπατούσε στην αυλή του παλιού σχολείου κοιτάζοντας τα εκθέματα, ο νους της πήγε στην κόρη της. Τον τελευταίο καιρό έκανε την επανάστασή της. Μόλις έκλεισε τα 18 πήρε εκείνο το φριχτό αυτοκίνητο, ένα σπορ Mazda, που έτρεχε σα δαιμονισμένο. Φορούσε κάτι κουρέλια που φέρνουν τελευταία στη Fena Fresh και φορούσε κάθε μέρα την ίδια Longchamp που της είχε πάρει από το αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Τον τελευταίο καιρό της ζητούσε πολλά χρήματα. Για να αγοράσει ρούχα, έλεγε, αλλά τα καινούργια της ρούχα δεν της τα έδειχνε ποτέ. Δε συναντιόνταν πια οι δυο τους, αφού η Χριστιάνα γυρνούσε στο σπίτι πολύ αργά το βράδυ. Τι το βράδυ, το πρωί... Έπρεπε να ανησυχήσει;…
Τις σκέψεις της διέκοψε το σούσουρο που προκλήθηκε γύρω της. Όλα τα κεφάλια είχαν στραφεί στην είσοδο. Καθώς σήκωσε το κεφάλι της, πάγωσε. Η Ευγενία από τη Χαριλάου έμπαινε από την κύρια είσοδο… και κρατούσε την κόκκινη Kelly!
Ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε προς την έξοδο, πίσω στον μοναδικό της φίλο, το μισογεμάτο μπουκάλι Dimple.

Friday, June 15, 2007

Scarlett night


Η νύχτα αρχίζει βαριά, αυτή η πόλη έχει περισσότερη υγρασία από τη Θεσσαλονίκη. Είναι καλοκαίρι, οι μέρες είναι γεμάτες τουρίστες στη Rambla, οι νύχτες γεμάτες party animals, στα σοκάκια γύρω από την placa Catalunya. Αγόρια με μακριά μαλλιά, με κοντά μαλλιά, με αμάνικα μπλουζάκια, με πουκάμισα, με παντελόνια, με βερμούδες, κορίτσια με λίγα ρούχα, κορίτσια χωρίς ρούχα, με μάτια βαμμένα με βαρύ μαύρο μολύβι και εντυπωσιακές σκιές που παραπέμπουν στον παράδεισο. Είναι Παρασκευή και η νύχτα της Βαρκελώνης είναι χορός, ποτό, φλερτ κι άλλος χορός κι άλλο ποτό, αγγίγματα, σκοτάδι, ανάσες.
Έχουμε φτάσει νωρίς το πρωί και μετά από μια ξενάγηση μέσα από το κλιματιζόμενο mini bus, την πέφτω στο ξενοδοχείο, σε έναν βαρύ ύπνο. Το απόγευμα δουλειά, ως το βράδυ. Στο τραπέζι του δείπνου πέφτουν τα πρώτα σφηνάκια – παραδοσιακό, σου λέει, κέρασμα, που δε θυμάμαι πως το λένε. Παραδοσιακά, καταπίνω τρία τέτοια. Τα κλιματιστικά στο εστιατόριο είναι χαλασμένα, το αίμα φτάνει στο σημείο βρασμού, δεν υποφέρεται η ζέστη, βγαίνω στη βεράντα – άδικος κόπος, από εκεί έρχεται η ζέστη, blondie. Ο τύπος που καπνίζει έξω, χαμογελάει. «Θα βγούμε μετά.... Ψήνεσαι;», μου κλείνει το μάτι. Ναι, γιατί όχι;
Η Βαρκελώνη της ημέρας είναι βαρετή, οι Καταλανοί φρικτοί, αγενείς, άσχημοι, απρόθυμοι, κάτι γύφτισσες στη Sagrada Familia μου αρπάζουν – αριστοτεχνικά ομολογώ – 200 Ευρώ, - και αφήνουν το πορτοφόλι στη θέση του . Οι άνθρωποι βγαίνουν από τα κτίρια για να καπνίσουν με άγχος, γρήγορα. Ο Γκαουντί αδιάφορος, θα έφτιαχνε καταπληκτικές πισίνες, σκέφτομαι, αλλά πάλι δε φημίζομαι για τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Ένα κτίριο σε μια γωνιά χορεύει, η Γοτθική συνοικία είναι γοητευτική. Όχι τόσο γοητευτική την ημέρα, όσο τη νύχτα. Η δουλειά είναι αδιάφορη, διεκπεραιωτική.
Το τέταρτο σφηνάκι το ήπια σε ένα κλαμπάκι, στριμωγμένο σε ένα στενό στη Γοτθική Συνοικία – που δε θυμάμαι πως το λένε. Είμαστε οκτώ άτομα το μαγαζί δονείται στο ρυθμό του μπάσου. Το κέφι είναι απίστευτο, μια χορεύτρια σε ένα ύψωμα, τα σπάει. Λίγη ώρα αργότερα, τα σπάμε και οι υπόλοιποι.
Με πλησιάζει ένας τύπος: Hi, λέει. Είναι με την παρέα του, δύο Γάλλοι και δύο Ισπανίδες, ζευγάρια. Ο τύπος της βεράντας πλησιάζει, πιάνουμε μια κουβέντα - ξεφωνίζουμε όλοι μαζί στα αφτιά των υπολοίπων. Τα παιδιά είναι όλα τα λεφτά, - μας καλούν σε ένα κλαμπ, φεύγουν. Η χορεύτρια κατεβαίνει, παίρνουμε σειρά. Ανεβαίνουμε στο ύψωμα εγώ (όπου γάμος και χαρά…) και ένας gay, γαμάτος τυπάκος από την παρέα. (Τους gay τους πάω με χίλια. Είναι οι πιο απενοχοποιημένοι άνθρωποι που ξέρω, διασκεδάζουν με την ψυχή τους, για τον εαυτό τους). Ένας Βούλγαρος (ναι, το μαγαζί είναι πολυεθνικό), ανοίγει μια σαμπάνια και μας κερνάει, πίνουμε. Φεύγουμε, πάμε στο κλαμπ –που δε θυμάμαι πως το λένε-, χορεύουμε. Το ξενοδοχείο είναι μακριά, ταξί πουθενά… την πέφτουμε στα παγκάκια της placa Catalunya. Μια ώρα αργότερα ο ήλιος έχει σηκωθεί.


Πίσω στο ξενοδοχείο με το μετρό, πίσω στη δουλειά και πίσω στη βαρετή αυτή πόλη, που τη νύχτα αλλάζει πρόσωπο.

Wednesday, June 13, 2007

Joe Black



Τον είδα για πρώτη φορά πριν από περίπου δύο εβδομάδες. Στα πανεπιστήμια, στο δρόμο μπροστά από το ΑΧΕΠΑ (πονηρό short cut για να αποφύγεις την κίνηση στην Εθνικής Αμύνης και στην Γ’ Σεπτεμβρίου) περίπου στις 10.20, το πρωί. Όση ώρα περίμενα να αποβιβαστεί από το ταξί μπροστά μου η γριά κυρία με όλα τα συμπράγκαλά της, η ματιά μου έπεσε επάνω του. Και καρφώθηκε: Ο άντρας που περπατά ανάμεσα στους φοιτητές μοιάζει σαν να έχει βγει από silent film, των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Μετρίου αναστήματος, αδύνατος, μελαχρινός, με μαλλιά που μόλις έχουν αρχίσει να γκριζάρουν όχι με εκείνο το καθαρό γκρίζο, αλλά με ένα κιτρινιάρικο, βρώμικο γκρίζο χρώμα, κομμένα σε ένα πολύ κοντό καρέ, στην αντρική εκδοχή τους - αν υπάρχει τέτοια. Απροσδιόριστης ηλικίας, μεταξύ 45 - 50, ίσως μεγαλύτερος. Κοιτάζει ευθεία μπροστά του και περπατά αντίθετα στη δική μου φορά, με μικρά, σταθερά, γρήγορα βήματα. Κρατά έναν χαρτοφύλακα. Το πρόσωπό του είναι στενό και στεγνό, τα χείλη του μια λεπτή γραμμή, ελαφρά σηκωμένη στις άκρες σε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, σαν αυτό που έχει κανείς όταν είναι αφηρημενος και ευτυχισμένος. Τα μάτια του... τα μάτια του δεν φαίνονται. Είναι κρυμμένα κάτω από τα παλιομοδίτικα, τεράστια καφέ γυαλιά – πατομπούκαλα, με τετράγωνο σκελετό. Η ζέστη έχει αρχίσει να είναι ενοχλητική εδώ και μέρες, αλλά αυτός φορά ένα γκρίζο κουστούμι. Το σακάκι του είναι μεγάλο, κρέμεται άγαρμπα στους αδύνατους ώμους του και το παντελόνι του είναι φαρδύ και μακρύ. Φορά πουκάμισο απροσδιόριστου χρώματος και γραβάτα με γαλάζιες και –τι άλλο;- γκρι ρίγες, μόδα της δεκαετίας του ’80. Απίστευτη φιγούρα! Κινηματογραφική. Μοιάζει με εκείνους τους γραφιάδες του δημοσίου στις ελληνικές ταινίες που φορούν τα μανίκια πάνω από το πουκάμισο ως τους αγκώνες για να μη λερώσουν το πουκάμισο. Θα στοιχημάτιζα ότι φορούσε τέτοια μανίκια μέσα από το σακάκι. Η γριά κυρία κατέβηκε, το ταξί ξεκίνησε, από πίσω κι εγώ. Χάθηκα στη ρουτίνα και τον ξέχασα.
Την επόμενη ημέρα τον ξαναείδα, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο. Τα ίδια ρούχα, ο ίδιος κοφτός βηματισμός, το ίδιο αφηρημένο ύφος. Τη μεθεπόμενη το ίδιο. Υπέθεσα ότι αυτός ο άνθρωπος δουλεύει στο ΑΧΕΠΑ ή στο πανεπιστήμιο. Την τέταρτη ημέρα, είχα ήδη σταθμεύσει το αυτοκίνητο στην Ερμού, στις 10.25 και περπατούσα για το γραφείο. Και τον είδα μπροστά μου. Καθώς με προσπάρασε πεζός, τον παρατήρησα καλύτερα από κοντά, ίσως τελικά να είναι νεότερος. ...μπα, αποκλείεται. Σαββατοκύριακο, Δευτέρα, Τρίτη πρωί, να ‘τος πάλι, περπατά στην Εγνατία.
Τι γίνεται; Δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου (θα το θυμόμουν) και τώρα ξαφνικά είναι συνέχεια μπροστά μου; Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Που ζει; Που τα βρίσκει αυτά τα ρούχα και τα γυαλιά; Ποιους συναναστρέφεται; Που δουλεύει; η φαντασία μου καλπάζει. Ζει μόνος, σκέφτομαι, ή με τη μαμά του, μπορεί και με καμιά αδερφή του. Φίλους δεν έχει, αποκλείεται να έχει. Για γυναίκα, το αποκλείω. Πρέπει να είναι, όμως, καλοσυνάτος. Η φυσιογνωμία του δε δείχνει τίποτα στρυφνό, φαίνεται ήρεμος με αυτό το ανεπαίσθητο χαμόγελο. Είναι σαν ψέμματα.

Μήπως τον βλέπω μόνο εγώ;

Την επόμενη φορά που θα τον δω, θα τον ρωτήσω. Θα του πω ότι τον βλέπω πολύ συχνά και μήπως κάνουμε συναφείς δουλειές (μούφα) και πώς τον λένε και τέτοια. Θα τον ρωτήσω αν έχει πρόβλημα να τον βγάλω φωτογραφία με το κινητό (αυτό π ρ έ π ε ι να το δείτε).

Κι αν μου πει ότι τον λένε Τζο Μπλακ και ότι ήρθε να με πάρει μαζί του εκεί που τους πάει τους ανθρώπους ο Τζο Μπλακ; Πόσες μέρες έχω ακόμα; Δε θα έπρεπε όμως –τουλάχιστον- να μοιάζει με τον Μπραντ Πιτ; Εγώ μ’ αυτόν δεν πάω πουθενά!

Monday, June 11, 2007

Οι φυλές της νύχτας (Ι) - Η πρωταγωνίστρια


Φοράει λευκό κολλητό σορτς, όπως επιβάλλει η μόδα. Πράσινο άνετο εξώπλατο μπλουζάκι που αφήνει μια ιδέα στήθους σε κοινή θέα και λευκά πέδιλα. Η αλυσίδα που φοράει στο λαιμό πέφτει χαμηλά στο σβέρκο της και το διακριτικό σταυρουδάκι από λευκόχρυσο φιγουράρει στο στέρνο της. Τα καστανά μαλλιά της είναι πιασμένα ψηλά σε κοτσίδα και πέφτουν επιμελώς ατημέλητα στην – μαυρισμένη από το solarium- πλάτη της. Είναι γύρω στα 25. Τόσες ώρες ιδρώτα στο γυμναστήριο δεν έχουν πάει χαμένες και τώρα ήρθε η ώρα να επιδείξει τους καρπούς των προσπαθειών της. Καθώς μπαίνει στο μαγαζί –περιοχή αεροδρομίου- τα βλέμματα αντρών και γυναικών πέφτουν επάνω της. Συμπεριφέρεται σαν να πήγε μόνη της εκεί, αλλά δεν είναι έτσι. Πίσω της ακολουθεί μια κοπέλα με λευκό ταγέρ (!), συμπαθητική φυσιογνωμία, και τέλος, ντυμένο στα μαύρα, ένα παχουλό κορίτσι. Κάθονται στο μπαρ. Η –wanna be- πρωταγωνίστρια, στέκεται με την πλάτη στο μπαρ και χαζογελάει με τις φίλες της. Διάβολε, πάλι δεν βρήκε παρέα με αυτοκίνητο να κατέβει Χαλκιδική, εκείνη η αχώνευτη, η άσπονδη φίλη της, πάλι θα της τρίβει στη μούρη πόσο γαμάτα ήταν στην Καλλιθέα. Δεν πειράζει, ίσως απόψε... Το μάτι της παίζει και το πρώτο refill από τους θαμώνες του μπαρ δεν αργεί να φτάσει. Στόχος είναι – φυσικά – η πρωταγωνίστρια, αλλά θα ήταν αγένεια αν δεν κερνούσαν τις φίλες. Και παρελαύνουν. Ένας, ένας, καρτερικά για να επιλέξει η πρωταγωνίστρια τον παρτενέρ της. Αυτοί που απορρίπτει, πιάνουν κουβέντα με την κοπέλα στα λευκά, και, ορισμένοι, χασκογελούν παρέα με το κορίτσι με τα μαύρα. Που έχει απίστευτο χιούμορ και περνάει καλά, κι ας τη φτύνει η φίλη της που –δήθεν – βγήκαν μαζί για να διασκεδάσουν. Ξέρει το κορίτσι με τα μαύρα ότι, στο τέλος της νύχτας πάλι μόνες τους θα φύγουν και την άλλη μέρα θα μιλούν για τις επιτυχίες της πρωταγωνίστριας – που ο ένας της ξίνισε και ο άλλος της βρώμισε.

(Σήμερα εξετάζουμε μια από τις φυλές της νύχτας, τη φυλή της πρωταγωνίστριας. Στο μέλλον -εγγύς, απώτερο, ποιος ξέρει τι ξημερώνει;- θα ακολουθήσουν κείμενα περιγραφής και απόπειρας ανάλυσης της συμπεριφοράς των υπολοίπων φυλών της νύχτας, καθώς και άλλων φυλών γενικά στον κόσμο, τον δικό μου, φυσικά. Δίνει ρέστα στην περιγραφή του «παρατρεχάμενου» ο Doukas).

Δώστε πίσω!...

Wednesday, June 6, 2007

Βροχή

Ο πιτσιρικάς έχει κολλήσει το πρόσωπό του στο παράθυρο οδηγού, Γ’ Σεπτεμβρίου με Εγνατία. «Κοπελιά… Κ ο π ε λ ι ά!». Κατεβάζω λίγο το παράθυρο, έξω ρίχνει καρέκλες, η βροχή ορμάει κατά πάνω μου. (Γαμώτο, πάλι θα βραχυκυκλώσουν τα παράθυρα, το πίσω δεξιά ακόμη δεν έχει συνέλθει από την τελευταία βροχή). «Θα μας πάρεις μέχρι πιο κάτω»; Τον κοιτάζω. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο, μαύρο t-shirt με tribal σχέδιο. Ανάμεσα στις σταγόνες διακρίνω ένα σκουλαρίκι. «Πόσοι είστε»; «Δύο». «Ελάτε μέσα». Το φανάρι έχει ανάψει πράσινο, το μποτιλιάρισμα είναι φρικτό. Αργούν, δεν ακούω τα γαμωσταυρίδια από πίσω μου, τα νιώθω όμως. Κόρνες. Μπαίνουν στο αυτοκίνητο, ένας δίπλα μου, ένας πίσω. «Πω πω…ρε κοπελιά… δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω ότι το έκανες αυτό, δεν το περίμενα με τίποτα». (Ούτε εγώ, τι σκεφτόμουν;). «Παιδιά εγώ πάω Τσιμισκή. Θα σας αδειάσω Εθνικής Αμύνης, γιατί στρίβω», είπα ως σωστός ταρίφας. Αντανακλαστικά ρίχνω μια ματιά στο πίσω κάθισμα. Αστραπιαία σκέψη. (Τι έχω πίσω; Το καπελάκι της Ρόμα, το καπελάκι ΝΥ και την ομπρέλα. ΟΚ). Ντρέπομαι γι’ αυτό που πήγα να σκεφτώ. Ρίχνω μια ματιά στον διπλανό μου και χαμογελάω (απολογητικά, αλλά αυτός δεν το ξέρει). Το μπλουζάκι του είναι μπλε σκούρο και το σκουλαρίκι μοστράρει στα χείλη. Είναι δεν είναι 20. «Καλά, ειλικρινά, δεν ξέρεις πόσο μας εξυπηρετείς, συνεχίζει ενθουσιώδης. Θα πηγαίναμε ως κάτω με τα πόδια, μέσα στη βροχή. Καλά, μιλάμε, κανένας δεν θα το έκανε αυτό που κάνεις». (είναι ανάγκη να μου το θυμίζεις; Το ξέρω). … «πολύ ωραίο το αυτοκίνητό σου. Χάλια θα σου το κάνουμε έτσι που μούσκεμα που είμαστε». (Ναι, χθες το πήγα για πλύσιμο και φυσικά βρέχει και έβαλα μέσα δύο μουσκεμένους τύπους). Αυτός που κάθεται στο πίσω κάθισμα γνέφει με ενθουσιασμό σ’ αυτά που λέει ο πιτσιρικάς. Τον κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη. Μαύρα μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια, μαύρο αμάνικο μπλουζάκι. Υποθέτω ότι θα έχει τίποτα νεκροκεφαλές σχεδιασμένες επάνω αλλά δεν φαίνονται από τον καθρέφτη. Όμορφος, σκέφτομαι. Ο διπλανός μου συνεχίζει: «στη δουλειά πηγαίνεις, ε; Ε, ναι, φαίνεται, σακάκι, στιλάκι, πόσο χρονών είσαι;» (Είναι ερωτήσεις αυτές που κάνεις καλό μου;) «28» (στα 29, αλλά ποιος μετράει;). «Σοβαρά; Δε σου φαίνεται καθόλου, εγώ να πούμε δε σε έκανα πάνω από 25 (το ‘σωσες τώρα). Άρα να μη σε καλέσουμε για καφέ μαζί μας, αλλά είπαμε, πας στη δουλειά». «Ναι, στη δουλειά»… «Τι δουλειά κάνεις;». (Σιγά μη σου πω να μου κάψεις το αυτοκίνητο, σε βρήκα και μπροστά στην πολυτεχνική), «Φτάσαμε παιδιά, άντε και κάτω από τα υπόστεγα».

Sunday, June 3, 2007

Κυρ – Γιάννης


Χθες το βράδυ έπεσα επάνω στα εγκαίνια του Φεστιβάλ Βιβλίου, στην παραλία. Μεταξύ των γνωστών – αγνώστων επισήμων προσκεκλημένων, λοιπών παρατρεχάμενων και κόσμου, αναγνώρισα τον Γιάννη Κυριακίδη. Την τελευταία φορά που άκουσα το όνομά του, πριν από ένα δίμηνο περίπου, ο φωτορεπόρτερ – σύμβολο αυτής της πόλης, ήταν στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Δε μου έκανε εντύπωση που τον είδα χθες εκεί, πάλι στις επάλξεις, με τις δύο μηχανές του ανά χείρας. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο, πεισματάρη, να είναι παρών στο ρεπορτάζ, να σέρνει μαζί του μια αλουμινένια σκάλα και να σκαρφαλώνει επάνω για να τραβήξει τις καλύτερες φωτογραφίες –κι αυτό στα 80 του, ή περισσότερα χρόνια, τίποτα δε σου κάνει εντύπωση. Την αλουμινένια σκάλα χθες δεν την είχε μαζί του.

Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων και ενώ είχε αρχίσει η τελετή, έφτασε ένας –αργοπορημένος – παλιός βουλευτής της πόλης. Ο κυρ – Γιάννης τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και προσπάθησε να τον τραβήξει φωτογραφία. Και τότε δάκρυσε. Πήρε το πρόσωπο του παππού μια πολύ λυπημένη έκφραση και από τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Ξαναπροσπάθησε να τραβήξει τη φωτογραφία και τότε άρχισε να κλαίει. Κανείς από τους γνωστούς – αγνώστους επισήμους και λοιπούς και κατάλαβε το παραμικρό. Ο κυρ – Γιάννης πλησίασε τον παλιό βοηθό του, τον Αλέξανδρο, και του ζήτησε, κλαίγοντας, να τραβήξει το βουλευτή φωτογραφία. Ο Αλέξανδρος τον αγκάλιασε και τον παρηγορούσε, μα ο κυρ – Γιάννης συνέχισε να προσπαθεί να τραβήξει φωτογραφίες κλαίγοντας. Μόλις πλησίαζε η φωτογραφική μηχανή το πρόσωπό του, εκείνος δάκρυζε.

(Δεν ξέρω τι με πιάνει όταν βλέπω ηλικιωμένους να δακρύζουν και να κλαίνε. Στεναχωριέμαι, πονάει η ψυχή μου, που λέει και η μάνα μου. Πιο πολύ λυπάμαι όταν κλαίνε οι ηλικιωμένοι παρά τα παιδιά. Ίσως επειδή τα παιδιά έχουν την ελπίδα του μέλλοντος, ενώ οι ηλικιωμένοι όχι).

Πλησίασα τον Αλέξανδρο και τον ρώτησα γιατί ο κυρ – Γιάννης κλαίει. «Στεναχωριέται που μετά το εγκεφαλικό δε βλέπει καλά και δεν έχει τη δύναμη να τραβάει φωτογραφίες. Σηκώνει, λέει, τη μηχανή και τραβάει μόνη της. Αύριο ξαναμπαίνει στο νοσοκομείο». Ανατρίχιασα.

Friday, June 1, 2007

Η Μυρτώ και η Αμαλία



Η Μυρτώ δεν είχε κλείσει ακόμη τα 20 της χρόνια, όταν ψηλάφισε κάτι περίεργο στη βάση του λαιμού της. Τη θυμάμαι να παίρνει το χέρι της αδερφής μου, να οδηγεί τα δάχτυλά της επάνω σε κάτι στρογγυλό και φουσκωμένο και να της λέει: «Ρε Μαρία, πιάσε λίγο, έχεις ιδέα τι σκατά είναι αυτά εδώ»; Μια εβδομάδα αργότερα, πήρε την πρωτοβουλία και πήγε στο νοσοκομείο. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, έτσι, ένα πρωί που ξύπνησε, σηκώθηκε και πήγε μόνη της. Οι γιατροί την κράτησαν για εξετάσεις, και, όταν μαζί με τους γονείς της άκουσαν ότι έπρεπε να γίνει βιοψία, ο πατέρας της λιποθύμησε. Μεγάλη αδυναμία είχε ο κ. Σπύρος στη Μυρτώ. Η βιοψία έδειξε αυτό που όλοι απεύχονταν. Η Μυρτώ έπασχε από τη νόσο του Χότσκιν, μια μορφή καρκίνου στους λεμφαδένες, που προσβάλλει κυρίως νέους. Η περιπέτεια της οικογένειας μόλις είχε αρχίσει.
Μετά από μια σειρά εξετάσεων, οι γιατροί σύστησαν άμεσα τον πρώτο κύκλο χημειοθεραπειών. Όταν η κ Ιωάννα, η μητέρα της Μυρτώς, μπήκε για πρώτη φορά στο Θεαγένειο, βγήκε κλαίγοντας. Δύο μήνες αργότερα, μάθαμε ότι η ταλαιπωρία μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομείων και γιατρών και η άθλια κατάσταση των νοσοκομείων έστειλε την οικογένεια να συνεχίσει τη θεραπεία στο εξωτερικό. Στο Παρίσι η Μυρτώ έμεινε για δύο χρόνια. Έκανε δύο κύκλους χημειοθεραπειών σε ένα ερευνητικό κέντρο, μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίως. Για την καλύτερη επίδραση των φαρμάκων και για να επιβαρυνθεί όσο το δυνατόν λιγότερο ο οργανισμός της, οι γιατροί της είχαν τοποθετήσει ένα σωληνάκι που ξεκινούσε από τη βάση του λαιμού της και κατέληγε στο στέρνο της, εκεί ακριβώς που ήταν το πρόβλημα. Στα δύο χρόνια υποτροπίασε και χρειάστηκε να μείνει 20 μέρες μόνη της, ακίνητη σε έναν αποστειρωμένο θάλαμο, όσο το αίμα της περνούσε από μια ειδική επεξεργασία. Αυτή ήταν η τελευταία της ελπίδα.
Οι γονείς της Μυρτώς, στα δύο αυτά χρόνια έσωσαν τελικά την κόρη τους. Όπως τους εξομολογήθηκε ένας γιατρός αργότερα, αν είχε μείνει στην Ελλάδα πιθανόν δεν θα τα είχε καταφέρει μετά την υποτροπή. Για να μείνει η Μυρτώ στο Παρίσι, η οικογένεια πούλησε τρία ακίνητα και ο κ. Σπύρος έμπλεξε με τοκογλύφους και κόντεψε να μπει στη φυλακή. Γιατί; Γιατί κατέβαλλε για τόσα χρόνια εισφορές στο ταμείο του; Γιατί καταβάλλουμε εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, αν πρόκειται στο τέλος να πληρώσουμε από την τσέπη μας την περίθαλψη, τη θεραπεία και τους γιατρούς; Και τι γίνεται με εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να βγουν στο εξωτερικό, που δεν έχουν ακίνητα να πουλήσουν; Έχουν την τύχη της Αμαλίας; Και ποιος ντρέπεται για αυτή την κατάσταση; Δεν λυπήθηκα για το χαμό της Αμαλίας, γιατί τη γνώρισα μετά ο θάνατό της. Γνώρισα ένα φρέσκο μυαλό, εγκλωβισμένο σε ένα σάπιο σώμα, που την πήρε τελικά μαζί του. Οργίστηκα με το θάνατό της. Γιατί θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη. Έπρεπε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη.
Η Μυρτώ είναι σήμερα 25 χρονών. Θυμάται με αγάπη το νοσοκομείο στο Παρίσι. Εκεί κάθε εβδομάδα την επισκεπτόταν αισθητικός για να της περιποιηθεί τα νύχια, το πρόσωπο, το σώμα για να μην αισθάνεται άσχημα που της έπεσαν τα μαλλιά, να μην αισθάνεται άσχημη. Αυτή την υπηρεσία την πρόσφερε το νοσοκομείο για να κρατήσει ψηλά, όσο ήταν αυτό δυνατό, την ψυχολογία των ασθενών. Όπως στην Ελλάδα.