Sunday, September 30, 2007

Breeze of change


Είναι κάτι μέρες τώρα. Το στομάχι μου κόμπος, δεν κατεβαίνει τίποτα. Το μυαλό (ΚΑΙ το μυαλό) μου τρέχει σε δρόμους που, γαμώ, κόντευαν να κλείσουν από την αχρησία και τη σκόνη. Είμαι θυμωμένη με την πάρτη μου. Πολύ. Αλλά τη γουστάρω αυτή την –απρόσμενη – αλλαγή που ήρθε σα σφαλιάρα. Από το πουθενά. Με ξυπνάει. Κρατά το μυαλό μου σε εγρήγορση και τα μάγουλά μου κόκκινα… Για να δούμε…

Τελικά μια αλλαγή (άλλη αυτή) φέτος, την καταφέραμε. Αλλάζω δουλειά. Από αύριο αλλάζω –πρωινό – εργασιακό περιβάλλον, και δε δίνω δ ε κ ά ρ α. Είμαι τόσο self confident που δεν παίζει να μην τα καταφέρω, να μην επιβάλλω την παρουσία και τη δουλειά μου ΚΑΙ εκεί μέσα. Τέρμα ψωνισμένη; Παίζει… Τέρμα αδιάφορη; Κι αυτό. Πρώτος Σεπτέμβριος που δε με νοιάζει τόσο η δουλειά, έχουν γίνει τόσο εύκολα όλα.

Προβληματισμός: Αυτόν τον μαραθώνιο της δουλειάς γιατί τον ακολουθώ με τόση προσήλωση; Τι είναι αυτό που δεν αντιμετωπίζω face to face; Γιατί προσθέτω ολοένα και περισσότερες ώρες γαμημένης δουλειάς σε αυτό το εικοσιτετράωρο; Την αγαπώ αυτή τη δουλειά, την επέλεξα και τη γουστάρω, αλλά τόσο; Πιο πολύ κι από ‘μένα; Που θα πάει αυτό; Ή… που ΔΕΝ θα πάει; Τι θέλω από αυτή τη δουλειά; Ως πού φτάνει η φιλοδοξία μου; Υπάρχει καν; Ποιος είναι ο στόχος; Για τι, για π ο ι ο ν, θα ελευθέρωνα λίγο/ πολύ από το χρόνο μου; Πόσο είναι διατεθειμένη να ρισκάρω; Θα ακολουθούσα το δρόμο που θέλει στην Αθήνα όσους θέλουν να κάνουν κάτι περισσότερο (καλύτερο;); Είμαι έτοιμη γι’ αυτό; Ποια είναι η ερώτηση που φοβάμαι να ρωτήσω; Και τι θα γίνει μ’ αυτόν τον κόμπο στο στομάχι? Γαμώ, γαμώ, γαμώ!

I ‘m not making any sense, am I ? Sorry ‘bout that.

Μ' αυτά και μ' αυτά αποχαιρετώ τον Σεπτέμβριο - και υποδέχομαι το μήνα πριν το Νοέμβριο. Καλό μήνα!

Friday, September 28, 2007

Night Walk


Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, χθες, πήρα το δρόμο περπατώντας από τη ΧΑΝΘ, προς την πλατεία Αγίας Σοφίας. Η Πέμπτη βράδυ σε αυτή την πόλη είναι η καλύτερη night out και η χθεσινή, πρέπει να ήταν μια από τις καλύτερες Πέμπτες της χρονιάς. Ο κόσμος ήταν παντού, είχε τόση κίνηση στα πεζοδρόμια, που κοίταξα τον ουρανό για να βεβαιωθώ ότι είναι νύχτα. Μια παρέα πίσω μου, εκεί μπροστά στο Cardhu στη Λέσχη Αξιωματικών, μιλούσε για την εξεταστική. Μια στροφή μετά, στην Παύλου Μελά, μια άλλη παρέα, από τέσσερις κυρίες άνω των εξήντα, καθώς περπατούσαν, είχε τον εξής διάλογο: «Δεν αντέχουν πια. Τον λεω, έλα χρυσέ μου, τίποτα αυτός», -«Ναι, ναι. Αλλά δεν είναι όλοι έτσι, είναι κάτι εβδομηντάρηδες, πολύ κοτσονάτοι», - «Ε, στον άνθρωπο είναι αυτά, ο δικός μου είναι νέος, δύο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα και δεν έχει όρεξη για τίποτα...»... Δεν κατάφερα να κρατήσω ένα χαμόγελο.
Έπιασα το κινητό. Η Ο. διακοπεύει στα Παρίσια, η Κ. φιλοξενεί τους γονείς της, ο Κ... ο Κ! Τηλέφωνο... στην άλλη άκρη, μουσική. Bingo! «Έλα Κωστή, που γυρνάς; ... έρχομαι από εκεί»! Η Παύλου Μελά, η Ικτίνου και η Ζεύξιδος, αδιαπέραστες! Ρυθμός παντού. Γοητευτική και ερωτεύσιμη βραδιά. Έβαλα φρένο στο πρώτο ποτό και πήρα το δρόμο για το αυτοκίνητο. Αλεξάνδρου Σβώλου, με κλείνει ένα ασημί Toyota. Τι διάολο, σημάδι με έχουν βάλει; Στη ίδια θέση προχθές, με απεγκλώβισε γερανός.. τουλάχιστον αυτός έχει αφήσει κινητό...

Φεύγοντας ανοίγω τα παράθυρα και ρουφάω νυχτερινό αέρα. Ωραία ρε γαμώτο... καθώς οδηγώ, ακούω:


"Περπάτησα στους δρόμους σου καιρό, απόψε λεω να μη βγω, θα ονειρευτώ πως ταξιδεύω ένα πρωί, κι είσαι μαζί μου"...
Παύλος Παυλίδης, Δαίμονες

Wednesday, September 26, 2007

Damn



Damn I wish I was your lover

I'd rock you till the daylight comes

Make sure you are smiling and warm

I am everything

Tonight I'll be your mother

I'll do such things to ease your pain

free your mind and you won't feel ashamed

Shucks for me there is no other

You're the only shoe that fits

I can't imagine I'll grow out of it

Open up gonna come inside

Gonna fill you up

Make you cry


"Damn, I wish I was your lover",
Sophie B. Hawkins
Ένα κόλλημα που έχω φάει με αυτό το κομμάτι...

Monday, September 24, 2007

Αποσπάσματα (Ι) - Το Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο


... «Κι όταν το φεγγάρι έλαμψε στον ουρανό, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά κι σκούμπησε το στήθος του πάνω στο αγκάθι. Όλη νύχτα τραγουδούσε με το στήθος του πάνω στο αγκάθι, και το παγερό κρυστάλλινο φεγγάρι έσκυψε κι άκουγε. Όλη νύχτα τραγουδούσε και το αγκάθι έμπαινε ολοένα και πιο βαθιά στο στήθος του, και το αίμα της ζωής του άδειαζε από μέσα του.
Τραγούδησε πρώτα για τη γέννηση του έρωτα στην καρδιά ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς άνθισε ένα υπέροχο τριαντάφυλλο, το ένα πέταλο μετά το άλλο, καθώς το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Ωχρό στην αρχή, σαν την ομίχλη που πλανιέται πάνω απ’ το ποτάμι – ωχρό σαν τα πόδια του πρωινού και ασημένιο σαν τις φτερούγες της αυγής. Σαν τη σκιά ενός τριαντάφυλλου σε μια λιμνούλα, έτσι ήταν και το τριαντάφυλλο που άνθισε στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς.
Αλλά η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. «Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι», φώναξε η τριανταφυλλιά, αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο».
Τότε το αηδόνι πίεσε κι άλλο το αγκάθι κι ολοένα και πιο δυνατό γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τη γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άντρα και μιας κόρης.
Κι ένα απαλό ρόδισμα έβαψε τα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το ρόδισμα στο πρόσωπο του γαμπρού, όταν φιλάει τα χείλη της νύφης. Μα το αγκάθι δεν είχε φτάσει ακόμη στην καρδιά του, κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου έμενε λευκή, γιατί μόνον το αίμα της καρδιάς ενός αηδονιού μπορεί να βάψει κόκκινη την καρδιά ενός τριαντάφυλλου.
Κι η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι, και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά του ένα άγριο σκίρτημα πόνου το διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος, και παράφορο, όλο και πιο παράφορο γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τον έρωτα που γίνεται τέλειος με το θάνατο, για τον έρωτα που δεν πεθαίνει στον τάφο.
Και το υπέροχο τριαντάφυλλο έγινε κόκκινο, σαν το τριαντάφυλλο του ουρανού της ανατολής. Κόκκινα ήταν τα πέταλα, και κόκκινη σα ρουμπίνι ήταν η καρδιά.
Αλλά η φωνή του αηδονιού έσβηνε και χανόταν, και οι μικρές του φτερούγες άρχισαν να χτυπούν κι ένα πέπλο σκέπασε τα μάτια του. Όλο κι έσβηνε το τραγούδι του, κι ένιωθε κάτι να το πνίγει στο λαιμό του.
Κι έπειτα, ξέσπασε σ’ ένα τελευταίο τραγούδι. Το λευκό φεγγάρι το άκουσε, ξέχασε το χάραμα και ξέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο τριαντάφυλλο το άκουσε κι άρχισε να τρέμει ολόκληρο από την έκσταση, κι άνοιξε τα πέταλά του στον ψυχρό πρωινό ουρανό. Η ηχώ το μετέφερε στη μαβιά σπηλιά της στους λόφους και ξύπνησε τους κοιμισμένους βοσκούς από τα όνειρά τους. Μέσα από τις καλαμιές του ποταμού πέρασε κι αυτές μετέφεραν στη θάλασσα το μήνυμά του.
«Κοιτά, κοίτα!», φώναξε η τριανταφυλλιά, «το τριαντάφυλλλο τελείωσε τώρα». Μα το αηδόνι δεν απάντησε, γιατί κοιτόταν νεκρό στο χορτάρι με το αγκάθι στην καρδιά του»...

Oscar Wilde
Μετάφραση: Ρένα Χατχουτ
για τις εκδόσεις γράμματα

Tuesday, September 18, 2007

Word shot



- «Είσαι αφελής!», φώναζε δυνατά μέσα στην κοιμισμένη νύχτα. «Όχι... όχι, δεν είσαι αφελής. Υποκρίνεσαι την ανήξερη και την αθώα, αλλά δεν είσαι! Είσαι... είσαι αυτάρεσκη και εγωίστρια, αυτό είσαι! Μα... μα, τί είσαι... ποια είσαι επιτέλους;» έσπασε η φωνή του.
Με δακρυσμένα μάτια γύρισε την πλάτη της και άρχισε να περπατάει αργά προς την έξοδο. Μέσα της μετρούσε... «ένα, ...δύο ...τρία, ...τέσσερα...»
- Μωρό μου δεν τα πιστεύω αυτά που λέω... γύρισε πίσω σε παρακαλώ»... ψιθύρισε. «Πώς μπόρεσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο για ‘σένα; Θα με συγχωρέσεις; Συγχώρεσέ με... τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
Κοντοστάθηκε. Με την πλάτη της ακόμη γυρισμένη, χαμογέλασε. Έσβησε με μιας το χαμόγελο και με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια, γύρισε προς το μέρος του. Καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του, ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής. Της πέρασε αμέσως.


(λέξεις 131)


Monday, September 17, 2007

Οι φυλές της νύχτας IV – η τραγουδίστρια


Η Λίλια έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Αυτή η στιλίστρια ήταν βαλμένη να την καταστρέψει. Ήταν φόρεμα αυτό; Ήταν εμφάνιση αξιοπρεπούς ερμηνεύτριας της περιοχής αεροδρομίου; Το ντεκολτέ ήταν πολύ συντηρητικό και, αυτό το ως το γόνατο, που το είχε δει; Για βουλευτής θα κατέβαινε; «Αυτά αργότερα, άσε να γίνω πρώτο όνομα πρώτα…», φόρεσε ένα στραβό χαμόγελο. Απόψε της είπαν ότι πρώτο τραπέζι πίστα είχε κλείσει μια δισκογραφική και όχι όποια κι όποια… βέβαια δεν έρχονταν για εκείνη αλλά για τον Χρήστο, όμως έκαναν ντουέτο μαζί και ποτέ δεν ξέρεις πότε σου χαμογελά η τύχη. Τουλάχιστον είχαν πετύχει τα μαλλιά της, σκούρο ξανθό με πλατινέ ανταύγειες και εξτένσιονς που έδειχναν τελείως φυσικά. Κι αυτά, και το ολοκαίνουργιο στήθος της. Κορδώθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Πραγματικά, πολύ πετυχημένο. Δευτερόλεπτα αργότερα χτύπησε η πόρτα. «Λίτσα, σε ένα δεκάλεπτο βγαίνεις, τέλειωνε με τα φτιασίδια, δίαιτα θέλεις, όχι μακιγιάζ». – «Τελείωσα, περιμένω να με φωνάξουν», απάντησε. «Και με λένε Λίλιαν, σιχαμένε. Κάποτε θα με παρακαλάει να τραγουδήσω στο βρωμομάγαζό του», μουρμούρισε. Ας όψεται που ο διπλανός δεν πλήρωνε καλά, χώρια που της είχε ζητήσει άλλου είδους… «ανταλλάγματα». Καθώς τραγουδούσε την τελευταία επιτυχία της Χρύσπας, κοίταξε το πρώτο τραπέζι. Τίποτα ακόμα… ο μαέστρος την είχε βάλει στο πρόγραμμα σε πολύ καλή ώρα, γύρω στη μία που ο κόσμος ήταν ακόμα ζεστός και της είχε δώσει και καλά τραγουδάκια, κεφάτα, που ταίριαζαν και στη φωνή της. Σίγουρα τη γούσταρε, αλλά, ευτυχώς ήταν παντρεμένος με την άλλη τραγουδίστρια του μαγαζιού, που έβγαινε πρώτη γιατί δεν είχε φιλοδοξίες και ήθελε να τελειώνει, να πάει για ύπνο. Ήταν και μεγάλη, είχε κλείσει τα 34. Πού καιρός για καριέρες. Και για εκείνη το ρολόι χτυπούσε…είχε κλείσει τα 26 και κάλπαζε για τα 27. Είχε άλλα δύο, άντε τρία χρόνια μπροστά της. Τι τυχερές που είναι μερικές. Δηλαδή, τι περισσότερο έχει η Αποστολία Ζώη και η Χρύσπα; Τίποτα! Απλώς βρέθηκαν στο σωστό μέρος, το σωστό χρόνο.

Στα δεξιά της πίστας καθόταν ο αιώνιος θαυμαστής της. Όλες οι τραγουδίστριες έχουν από έναν ή δύο. Άντρες που έρχονταν στο μαγαζί μόνο για εκείνες, ερωτευμένοι που στέλνουν τους δίσκους με τα γαρύφαλλα το ένα μετά το άλλο. Το μυστικό ήταν να μην τους κάτσεις ποτέ. Έτσι τους έχεις για πάντα και κάνεις και τη μόστρα σου στο αφεντικό. Άσε που συνήθως είναι παντρεμένοι και δεν έχουν τόσα λεφτά όσα θέλουν να δείξουν ότι έχουν.

Στο πρώτο τραπέζι εκείνη τη νύχτα δεν κάθισε κανείς. Έπεσε για ύπνο με το πρώτο φως της μέρας και ρύθμισε το ξυπνητήρι στις δύο, να προλάβει πριν την πρόβα, να πάει στο γυμναστήριο και στην αγορά…

Wednesday, September 12, 2007

Αναρωτιέμαι...



Είναι καλύτερα να μην ξέρεις τί θέλεις


... ή να ξέρεις ότι αυτό που θέλεις δεν θα το αποκτήσεις ποτέ;


(Ο πίνακας λέγεται "Desire of the wicked rose". Δεν ξέρω ποιος τον ζωγράφισε αλλά μου άρεσε ο τίτλος - και το ροζ).

Tuesday, September 11, 2007

Πρωτάκι


Εντάξει, δεν ήμουν ακριβώς πρωτάκι. Ήταν η πρώτη μου ημέρα στη Δευτέρα Δημοτικού σε ένα σχολείο στην Καλαμαριά. Ήταν όμως η πρώτη φορά που θα πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, με ο,τι ελληνικά είχα μάθει να μιλάω κουτσά – στραβά μέσα στους δύο μήνες που ήμασταν στην Ελλάδα. Δεν έχω ξεχάσει εκείνη την ημέρα, ούτε εκείνη τη χρονιά. Ξεκινήσαμε να πάμε μαζί με ένα κοριτσάκι που είχα γνωρίσει στη γειτονιά, την Κατερίνα, και τη μαμά της, γιατί η δική μου δούλευε. Αισθανόμουν ότι η τσάντα μου ήταν παράταιρη, ότι εγώ δεν ταίριαζα εκεί, ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα με κοροϊδία επάνω μου. Προσευχή (τι είναι αυτό;), και μετά στην αίθουσα. Kαταλάβαινα ελάχιστα.

Η δασκάλα μου είναι πολύ τυχερή που δεν θυμάμαι την όψη και το όνομά της, γιατί αν την έβρισκα πουθενά σήμερα, θα τη βασάνιζα με κινέζικες μεθόδους. Επίτηδες η τσούλα μου έκανε ενώπιον όλων ερωτήσεις που δε μπορούσα να απαντήσω. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι δάσκαλοι μάλλον επιτρεπόταν να σηκώνουν χέρι στους μαθητές, γιατί η ρουφιάνα με είχε τρελάνει στο χαστούκι (πάντως όχι μόνο εμένα). Ο πατέρας μου (τώρα που το σκέφτομαι ήταν μόλις 31 χρονών τότε), είχε παραπονεθεί στη διεύθυνση του σχολείου, αλλά η διαφορά ήταν ότι το μένος της Κρουέλα ήταν ορμητικότερο εναντίον μου. Η μαμά μου δεν πήγαινε γιατί εκείνη μιλούσε λιγότερα ελληνικά από εμένα.

Για ορισμένους μήνες πήγαινα κάθε μέρα σπίτι κλαίγοντας, ώσπου έπεσε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχα ζητήσει να βγω από την τάξη για να πάω στην τουαλέτα και οι τουαλέτες ήταν έξω από το άθλιο κυρίως κτίριο του συγκροτήματος. Επιστρέφοντας, βρήκα την πόρτα του σχολείου κλειστή. Μέσα από τα τζάμια, έβλεπα την καθαρίστρια (που είχε την ευθύνη και του κυλικείου) και χτυπούσα το τζάμι να μου ανοίξει, αλλά εκείνη έκανε ότι δε με έβλεπε. Καθώς η αίθουσα της τάξης μου ήταν στο ισόγειο, προσπάθησα να ειδοποιήσω τη δασκάλα από το παράθυρο. Γύρισε το κεφάλι της, με κοίταξε και δε μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Δεν ξέρω πόση ώρα πλάνταζα στο κλάμα μόνη μου, στο προαύλιο, ώσπου η δασκάλα μιας άλλης τάξης με είδε και βγήκε από την αίθουσα. Της περιέγραψα ανάμεσα σε λυγμούς, με τα σπαστά ελληνικά μου, όλα αυτά που μου συνέβαιναν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μέσα σε ένα μήνα η δασκάλα – πόρνη άλλαξε σχολείο και η καθαρίστρια αντικαταστάθηκε. Η δασκάλα που αντικατέστησε τη Μάτζικα, η κ. Βούλα, ήταν νέα, όμορφη και καλή. Την επόμενη χρονιά άλλαξα σχολείο και συμμαθητές και όλα ήταν καλύτερα. Κι όλα ήταν όμορφα.

Monday, September 10, 2007

Μέρα - Λέρα




Καταλαβαίνεις ότι η μέρα σου θα πάρει το στραβό το δρόμο όταν:

1. Το υποσυνείδητο ξυπνητήρι σου έχει χαλάσει και σε ξυπνάει λίγη ώρα πριν αρχίσει η πρωινή σύσκεψη.
2. Στο γραμματοκιβώτιό σου βρίσκεις το εκκαθαριστικό της εφορίας το οποίο σε καλεί να πληρώσεις ένα αξιοσέβαστο ποσό
3. Στη Θεσσαλονίκη είναι σε εξέλιξη η Διεθνής Έκθεση, που σημαίνει μποτιλιάρισμα, στηθάγχη, έμφραγμα, εγκεφαλικό.
4. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και πετυχαίνεις Him και το μέγα σουξέ Baby join me in death.
5. Δε βρίσκεις να παρκάρεις και αφήνεις το αυτοκίνητο σε ιδιωτικό πάρκινγκ που λόγω Έκθεσης ρουφά το μεδούλι των τίμιων εργαζόμενων.
6. Ο προϊστάμενός σου μάλλον έπαθε τα ίδια (1,2) αλλά εκείνος έχει τη δυνατότητα να ξεσπάσει (επάνω σου) και, φυσικά την αξιοποιεί.
7. Νομίζεις ότι στη δεύτερη δουλειά σου είχες ρεπό αλλά... νομίζεις. Δουλεύεις και μάλιστα πας να χτυπήσεις μεταμεσονύκτιες υπερωρίες.
8. Ο προπολεμικός υπολογιστής στο γραφείο σου δεν μπορεί να σηκώσει τα 65 νέα μηνύματα στο gmail και κολλάει λεπτό παρά λεπτό.
9. Κοιτάζεις έξω από το παράθυρο και συνειδητοποιείς ότι το φθινόπωρο είναι εδώ για να μείνει. Δηλαδή ξέχνας τα μπανάκια που είχες κανονίσει για το Σ/Κ.
10.Είναι Δευτέρα. Μήπως να έγραφα μόνο αυτό;

Friday, September 7, 2007

if you die, you said, so do I, you said



Συνάντησα έναν φίλο σήμερα, τυχαία, στην Καρόλου Ντηλ. Με είδε από μακριά, χαμογέλασε, χαμογέλασα κι εγώ. “Είσαι ίδια όπως πριν από επτά χρόνια. Με τα χέρια σου γεμάτα, καφέ, κινητά, κλειδιά, ποτέ δεν έχεις ένα χέρι ελεύθερο να κάνεις μια χειραψία!”, με πείραξε. Με φίλησε στο μάγουλο, μόνο στο ένα, στ΄αλήθεια, όχι στον αέρα. Τον κοίταξα καλύτερα. “Εσύ έχεις αλλάξει”, του είπα, (προς το καλύτερο), σκέφτηκα. “Πώς τα καταφέρνεις και φαίνεσαι τόσο ήρεμος;” τον ρώτησα μιας και είναι συνάδελφος και δεν γνωρίζω κανέναν συνάδελφό μου με ήρεμο βλέμμα. Παρατήρησα κρυφά το πρόσωπό του. Με εξαίρεση μια- δυο ρυτίδες στα μάτια (που στους άντρες δεν πιάνονται για κακό γιατί είναι γοητεία), ήταν τόσο γνήσια γαλήνιος και φρέσκος που, αν δεν ήξερα ότι συνεχίζει στην ίδια δουλειά θα έβαζα στοίχημα ότι τα παράτησε και έγινε κτηνοτρόφος σε απομονωμένο χωριό των Τρικάλων. Νοίκιασε, μου είπε, ένα σπίτι σε μια ήσυχη περιοχή και μένει με την κοπέλα του, έχει και σοφίτα το σπίτι, και τζάκι. “Έχω διαχωρίσει”, απάντησε, “τη δουλειά μου από τη ζωή μου. Πριν από ενάμιση χρόνο, είδα το πρόσωπό μου ένα πρωί στον καθρέφτη και συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι η δουλειά μου. Άρχισα γυμναστήριο, βρήκα χρόνο για τον εαυτό μου και για τους ανθρώπους που αγαπώ. Δε θα τρελαθώ για κανέναν. Ε, λοιπόν από τότε, η δουλειά πηγαίνει από το καλό προς το καλύτερο. Εσύ;”. Μου ήρθε να βάλω τα κλάμματα. Καθώς μιλούσα, έβλεπα απέναντί μου έναν άνθρωπο άλλο από εκείνον που ήξερα, καλύτερο. Μήπως τελικά αλλάζουν οι άνθρωποι; “Βρες κάποιον που θα σε ηρεμεί. Που θα τον παίρνεις τηλέφωνο, τρελαμένη, θα σου μιλά και θα σε παίρνει αλλού, μακριά, εκεί που είναι η αληθινή ζωή σου”, είπε. “Πότε θα παντρευτείς;”, με ρώτησε. – "Μάλλον ποτέ, έτσι όπως πάω", γέλασα, “Εσύ;”, “Δε νομίζω ότι θα παντρευτώ πριν αποφασίσω να κάνω ένα παιδί”. – “Εσύ είσαι ικανός να παντρευτείς μόνο και μόνο για να κάνεις την πρόταση”, του είπα κοιτώντας τον στα μάτια. – “’Ισως... ίσως δεν έχω απέναντί μου τον κατάλληλο άνθρωπο”.
- Να πάμε για καφέ κάποια μέρα,
- Ναι, να πάμε
Με φίλησε ξανά, φεύγοντας
(Θα ήθελα το κείμενο να συνοδεύεται από cure και there is no if, αλλά δε μου κάνει τη χάρη. Ίσως αργότερα).

Monday, September 3, 2007

Sabotage


ΥΠΕΥΘΥΝΑ ΔΗΛΩΝΩ


Την αμέριστη συμπαράστασή μου σε Βούλα και Φώφη.


Κορίτσια, ούτε εμένα με παίζουνε!


Πάμε σε άλλη παραλία;