high fidelity
Την περίοδο που τον Billy Idol αντικατέστησε ο Νίκος Πορτοκάλογλου και το Μπραζιλέρο, κάναμε τις πρώτες –αποτυχημένες- απόπειρες να ανταλλάξουμε κουβέντες. Επικοινωνούσαμε μόνο τις νύχτες, που βάφονταν κόκκινες από τα λόγια και τα έργα. Πηγαίναμε εκδρομές, γνώρισα τους φίλους του, που όλοι δούλευαν τη νύχτα. Οι μάσκες λύθηκαν κι άλλο.
Στο ασημί saxo έπαιζε πια Σταμάτη Γονίδη και ενίοτε Γιώργο Μαζωνάκη. Ο άνθρωπος δίπλα μου ήταν γλυκός, ευγενικός, καλός αλλά... ως εκεί. Τον ακολούθησα στις νύχτες του. Στο μπαράκι των φίλων του στη Σαλαμίνα, στα maistream clubs και στα μπουζουξίδικα της πόλης.
Ήταν η εποχή που στο ασημί saxo ακούγαμε πλέον το cd single του Σώτη Βολάνη. Οι δουλειές του είχαν ανοίξει στην Καστοριά και τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας ήταν εκεί. Επικοινωνούσαμε με μηνύματα, γιατί στο τηλέφωνο δεν είχαμε να πούμε πολλά και πηγαινοερχόταν για λίγες νύχτες κάθε μήνα. Πήγαινα κι εγώ κάποια Σαββατοκύριακα που είχα ρεπό και άφησα τη σχολή –για μια ακόμη φορά-στην άκρη.
Ανακαλύψαμε τις επαρχιακές νύχτες στην Καστοριά, ενίοτε επισκεπτόμασταν και τη Φλώρινα.
Αρχίσαμε να ξυπνάμε από αυτό που νομίζαμε ότι ήταν σχέση την εποχή που στο saxo έπαιζε το live πρόγραμμα από τις «Νότες» (περιθωριακό μπουζούκι στη Φλώρινα). Στους εννιά μήνες οι μάσκες έπεσαν και οι αλήθειες μας βγήκαν στο φως, όπως ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα γινόταν. Δεν ήμουν αυτή που υποκρινόμουν ότι είμαι για εκείνον, ούτε εκείνος το αντίστοιχο, και δε θα καταφέρναμε να γίνουμε ποτέ. Από εκείνο το ξημέρωμα δεν ξαναμιλήσαμε, δεν τον ξαναείδα.
Μέχρι χθες, τέσσερα χρόνια μετά, που τον πέτυχα με μια πιτσιρίκα στη Βασιλέως Ηρακλείου. Δε με είδε. Καλύτερα. Δε θα με αναγνώριζε χωρίς τη μάσκα.